- διασφαγάς
- διασφαγά̱ς , διασφαγήgapfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διασφάγας — διασφάξ any opening made by violence fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)